- φάλλη
- φάλληfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάλλη — (I) ἡ, Α φάλαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φάλλαινα (Ι) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλαινα)]. (II) και φάλη, ἡ, Α φάλλαινα (II). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φάλλαινα (ΙΙ) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλλαινα [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
φάλλαι — φάλλη fem nom/voc pl φάλλᾱͅ , φάλλη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλῶν — φάλλη fem gen pl φαλλός membrum virile masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλλαισι — φάλλη fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλλα — φάλλᾱ , φάλλη fem nom/voc/acc dual φάλλᾱ , φάλλη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλαινα — Θηλαστικά που απαρτίζουν την οικογένεια των φαλαινιδών, της τάξης των κητωδών. Είναι γνωστά διάφορα είδη, που ζουν κυρίως στις ψυχρές αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες. Έχουν χοντρό σχήμα, προπάντων στο μπροστινό τμήμα τους, εξαιτίας του… … Dictionary of Greek
φάλη — ἡ, Α βλ. φάλλη (II) … Dictionary of Greek
φάλλαινα — (I) ἡ, Α βλ. φάλαινα. (II) ἡ, Α είδος λεπιδόπτερου εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ … Dictionary of Greek
bhel-3, bhlē- — bhel 3, bhlē English meaning: to grow, spread, swell Deutsche Übersetzung: “aufblasen, aufschwellen, sprudeln, strotzen” Material: O.Ind. bhüṇ ḍ a n. “pot, pan, vessel” (*bhüln da?); after Thieme (ZDMG. 92, 47 f.) here Av.… … Proto-Indo-European etymological dictionary